- ανεξίτηλος
- -η, -ο (Α ἀνεξίτηλος, -ον)ανεξάλειπτος, άσβηστος (ιδίως για χρώματα ή γράμματα).[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + αρχ. εξίτηλος (< έξειμι) «αυτός που εύκολα εξαλείφεται»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀνεξίτηλος — indelible masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανεξίτηλος — η, ο αυτός που δε σβήνει, ανεξάλειπτος, μόνιμος: Τα χρώματα του υφάσματος ήταν ανεξίτηλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνεξίτηλον — ἀνεξίτηλος indelible masc/fem acc sg ἀνεξίτηλος indelible neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί … Dictionary of Greek
άνιπτος — και άνιφτος, η, ο (ΜΑ ἄνιπτος, ον) άπλυτος αρχ. ανεξίτηλος … Dictionary of Greek
άσβεστος — Χημική ουσία που είναι γνωστή στο εμπόριο ως σβησμένος ασβέστης και χρησιμοποιείται στην τοιχοποιία ως συνδετικό υλικό. Διακρίνεται στον αεροπαγή ά., που μπορεί να γίνεται συμπαγής και να σταθεροποιηθεί το κονίαμα με την επίδραση του αέρα, και… … Dictionary of Greek
ίτηλος — ἴτηλος, ον (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἔμμονος, ούκ ἐξίτηλος» ανεξίτηλος. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. που σχηματίστηκε κατ απόσπαση από τη λ. ἐξίτηλος*] … Dictionary of Greek
ανέκπλυτος — ἀνέκπλυτος, ον (Α) αυτός που δεν ξεπλένεται, ανεξάλειπτος, ανεξίτηλος … Dictionary of Greek
αναπόσβεστος — η, ο (Α ἀναπόσβεστος, ον) [ἀποσβέννυμι] νεοελλ. 1. αυτός που δεν αποσβέστηκε ή δεν μπορεί κανείς να αποσβέσει, αδιάγραπτος, ανεξίτηλος 2. αυτός που δεν εξοφλήθηκε, ανεξόφλητος, απλήρωτος αρχ. αυτός που δεν σβήνει, ο άσβηστος … Dictionary of Greek
ανεξάλειπτος — η, ο (Μ ἀνεξάλειπτος, ον) αυτός που δεν εξαλείφθηκε ή δεν μπορεί να εξαλειφθεί, ανεξίτηλος … Dictionary of Greek